- διάβρεξις
- (-εως) η смачивание, намачивание; пропитывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάβρεξις — soaking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρέξῃ — διαβρέξηι , διάβρεξις soaking fem dat sg (epic) διαβρέχω soak aor subj mid 2nd sg διαβρέχω soak aor subj act 3rd sg διαβρέχω soak fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)